ΡΑΜΠΕΛΣΤΙΤΣΚΙΝ
Μια φορά κι ένα καιρό, σε μια μακρινή χώρα, δίπλα στο δάσος, έτρεχε ένα όμορφο ρυάκι από νερό. Δίπλα του, στεκόταν αγέρωχα ένας μύλος. Το σπίτι του μυλωνά ήταν πολύ κοντά και ο μυλωνάς, θα πρέπει να ξέρετε, είχε μια πανέμορφη κόρη. Eκτός από όμορφη, όμως, ήταν και πολύ πολύ έξυπνη. Ο πατέρας της, λοιπόν, τόσο υπερήφανος ήταν για εκείνη, που, μια μέρα, είπε στο βασιλιά, ο οποίος συχνά απολάμβανε το κυνήγι του στο δάσος, πως η κόρη του είχε την ικανότητα να μετατράπει σε χρυσό το άχυρο. Μόλις το άκουσε αυτό ο βασιλιάς, μιας και ήταν ιδιαίτερα φιλοχρήματος και άπληστος, παρήγγειλε αμέσως να του φέρουν την κοπέλα μπροστά του.
Τότε, την οδήγησε σ’ ένα κοιτώνα του παλατιού, όπου βρισκόταν μία τεράστια στοίβα από άχυρο, της έδωσε έναν αργαλειό κι ένα καρούλι και την διέταξε αυταρχικά: «Αν αγαπάς τη ζωή σου, όλα αυτά θα πρέπει να έχουν γίνει χρυσός, το αργότερο μέχρι αύριο το πρωί.» Μάταια το δύσμοιρο κορίτσι προσπαθούσε να του εξηγήσει πως όλα ήταν χαζές υπερβολές και καυχησιές του πατέρα της και δεν είχε καμία τέτοια ικανότητα η ίδια. Η κάμαρα κλειδώθηκε πάραυτα κι εκείνη έμεινε εκεί ολομόναχη.
Καθόταν σε μία γωνιά του δωματίου κι έκλαιγε την άδικη και σκληρή της μοίρα, όταν ξαφνικά η πόρτα άνοιξε κι εισέβαλε μέσα, κουτσαίνοντας, ένα αστείος, μικρός ανθρωπάκος.
«Kαλή σου μέρα, νεανίδα! Για ποιο λόγο κλαις;», της είπε γελαστά.
«Aχ, aλίμονο σε μένα! Πρέπει να μετατρέψω όλο αυτό το άχυρο σε χρυσάφι και δεν ξέρω πώς!», αποκρίθηκε, μαζεύοντας τα δάκρυα της.
«Τι θα μου δώσεις, για να το κάνω για σενα;», της είπε πονηρά.
«Το κολιέ μου», του απάντησε η κοπέλα, μην έχοντας άλλη επιλογή.
Το μικρό, ύπουλο, ανθρωπάκι, το άρπαξε κατευθείαν, κάθισε στον αργαλειό και άρχισε να φωνάζει: «Γουιρρρρ, γουιρρρρ, γουιρρρρρρρρ, γουιρρρρρρρρρ, ας γίνει το άχυρο αυτό χρυσός». Αυτό συνεχίστηκε όλο το βράδυ, ώσπου όλο το άχυρο είχε εξαφανιστεί.
Με την χαραυγή, ο βασιλιάς δεν έχασε καιρό, παρά εμφανίστηκε αμέσως στο δωμάτιο της άτυχης κόρης. Όταν αντίκρισε όλο το χρυσάφι, εντυπωσιάστηκε και ενθουσιάστηκε, αλλά η καρδιά του έγινε μόνο πιο άπληστη. Έτσι, τη μετακίνησε, τώρα, σε μια άλλη κάμαρα του παλατιού, ακόμη μεγαλύτερη, αυτή την φορά, γεμάτη και πάλι από άχυρο, και της έδωσε την ίδια διαταγή.
Η κοπέλα, απελπισμένη πλήρως, για ακόμη μια φορά, πλάνταξε στο κλάμα, μέχρι που ο ίδιος μικρός ανθρωπάκος εμφανίστηκε και πάλι μπροστά της.
«Τι θα μου δώσεις, αν το κάνω εγώ αντί για σένα;», της είπε με το ίδιο εγωιστικό βλέμμα.
«Το δαχτυλίδι στο χέρι μου.», τραύλισε δειλά-δειλά εκείνη.
Όπως και την προηγούμενη νύχτα, το μικρό διαβολάκι μετέτρεψε όλο το άχυρο σε aστραφτερό χρυσάφι. Στην όψη αυτή, τo πρωί, ο βασιλιάς γέμισε και πάλι με αγαλλίαση, αλλά, ακόμη κι αυτό, δεν ήταν αρκετό για εκείνον. Έτσι, μετέφερε την κόρη του μυλωνά σε ένα ακόμη μεγαλύτερο δωμάτιο με περισσότερο άχυρο, αλλά, αυτήν την φορά, την πρόσταξε: » Αν καταφέρεις και μετατρέψεις και αυτό σε χρυσάφι, θα σε κάνω γυναίκα μου.» <<Ακόμη κι αν είναι κόρη μυλωνά>>, σκέφτηκε με περίσσεια δόση πονηριάς, <<καμία γυναίκα σ΄ όλον τον κόσμο δε θα με έκανε ποτέ πλουσιότερο.>>
To aνθρωπόμορφο πλάσμα, βρίσκοντάς τη μόνη για τρίτη φορά, της ζήτησε ακριβώς το ίδιο.
«Δεν έχω τίποτε πλέον να σου δώσω!», μούγκρισε εκείνη δακρυσμένα.
«Τότε υποσχέσου μου, όταν γίνεις βασίλισσα, να μου χαρίσεις το πρώτο σας παιδί.»
<<Ποιος ξέρει αν αυτό θα γίνει ποτέ;>>, σκέφτηκε η δόλια και, μη γνωρίζοντας τι άλλο να κάνει σ’ αυτήν την τόσο δύσκολη κατάσταση, υποσχέθηκε στο παμπόνηρο πλάσμα, το οποίο εκπλήρωσε και πάλι την αποστολή του.
Όταν ο βασιλιάς, με μεγάλη του χαρά, βρήκε ξανά το δωμάτιο πλημμυρισμένο με χρυσό, αποφάσισε, πράγματι, να παντρευτεί την κόρη του μυλωνά και έτσι, η όμορφη κοπέλα έγινε βασίλισσα.
Ένα χρόνο μετά, απέκτησε ένα γλυκό παιδάκι και έπαψε να σκέφτεται το πλάσμα εκείνο. Ξαφνικά, όμως, εκείνο ήρθε και πάλι στο δωμάτιό της και της είπε: «Τώρα δώσε μου ό,τι μου υποσχέθηκες.» Η βασίλισσα τρομοκρατήθηκε! Προσφέρθηκε να του χαρίσει όλα τα πλούτη του παλατιού, αλλά εκείνο αρνήθηκε. «Κάτι ζωντανό δε συγκρίνεται με όλους τους θησαυρούς του κόσμου!». Όσο κι αν έκλαιγε η βασίλισσα, όσο κι αν χτυπιόταν, εκείνο δεν την λυπόταν καθόλου. «Σου δίνω 3 μέρες», της είπε άκαδα. «Μόνο αν μέχρι τότε βρεις το όνομά μου, μπορείς να κρατήσεις το παιδί σου.»
Έτσι, λοιπόν, η βασιλοπούλα σκέφτηκε όλη τη νύχτα όλα τα ονόματα που είχε ποτέ ακούσει και έστειλε αγγελιαφόρο σ’ όλη την χώρα για να ερευνήσει περαιτέρω. Όταν το μικρό ανθρωπάκι εμφανίστηκε και πάλι, την επόμενη μέρα, εκείνη ξεκίνησε με τα «Κάσπαρ, Μελχιόρ, Μπαλτάσαρ» και, στη συνέχεια, ανέφερε και όλα τα υπόλοιπα που γνώριζε, το ένα μετά το άλλο. Δυστυχώς, στο καθένα, η απάντηση ήταν ίδια και αρνητική.
Την επόμενη ημέρα, αφού είχε ρωτήσει όλη τη γύρω περιοχή σχετικά με τα ονόματα των ανθρώπων σε αυτήν, του επανέλαβε τα πιο ασυνήθιστα και περίεργα: » Ίσως το όνομά σου να είναι Σορτριμπς ή Σιπσανκς ή Λέισλεγκ.», αλλά εκείνο πάντοτε αποκρινόταν: «Αυτό δεν είναι τ’ όνομά μου.»
Την τρίτη ημέρα, ο αγγελιαφόρος της βασίλισσας επέστρεψε και της ανακοίνωσε: » Δεν μπόρεσα να βρω κανένα καινούργιο όνομα, όμως, όταν έφτασα σ’ ένα ψηλό ψηλό βουνό, στο τέλος του δάσους, όπου η αλεπού και ο λαγός αποχαιρετιούνται για καληνύχτα, είδα ένα μικρό σπίτι. Μπροστά του, βρισκόταν αναμμένη μια φωτιά και γύρω της χοροπηδούσε ένας γελοίος κοντός ανθρωπάκος, στο ένα του πόδι και φώναζε:
<<Σήμερα ψήνω, και αύριο τρυγώ
Μεθαύριο θα πάρω, της βασίλισσας τον γιο…
Τι καλά που δεν γρικούν
Ρούμπελστιλτσκιν να με πουν!>>
Φαντάζεστε πόσο τρελάθηκε απ’ την χαρά της, μόλις η βασίλισσα άκουσε τ’ όνομα αυτό! Και όταν, σύντομα, αργότερα, αντίκρισε το ύπουλο πλάσμα, αρχικά του είπε:
«Μήπως τ’ όνομά σου είναι Κόνραντ;»
«Όχι.»
«Μήπως Χάρυ;»
«Όχι.»
«Μήπως τότε Ραμπελστίτσκιν;»
«Ο διάβολος στο είπε! Ο διάβολος!», άρχισε να τσιρίζει κλαίγοντας ο Ραμπελστίτσκιν. Στο θυμό του, λοιπόν, βούτηξε το πόδι του βαθιά στη γη, που βυθίστηκε όλη η δεξιά του πλευρά! Και μετά, με τα δυο του χέρια, τράβηξε τόσο δυνατά το αριστερό του πόδι που έσκισε τον εαυτό του στα δύο.
ΤΕΛΟΣ
Ένα υπέροχο παραμύθι, κατά τη γνώμη μου, ήρθε στο τέλος του.. Τι να διδάσκει άραγε; Μήπως ότι δεν πρέπει να κομπάζουμε, πόσο μάλλον να διαδίδουμε ψέματα για τις ικανότητες μας; Μηπως πως θα πρέπει να ΄μαστε πιο προσεχτικοί σχετικά με τις συμφωνίες που κλείνουμε με τους γύρω μας; Ή μήπως ότι δεν πρέπει ποτέ μα ποτέ, ούτε καν να μας περνάει απ’ το μυαλό να το παρατάμε; Προσοχή, λοιπόν, μα πάντα ελπίδα και πίστη σ΄ ένα ομορφότερο, πιο γλυκό αύριο.
Μακάρι η μαγεία του παραμυθιού να μίλησε στην καρδιά σας, ακόμη και μ’ ένα εκατομμύριο, πλήρως διαφορετικά, μηνύματα.
Να ΄χετε μια υπέροχη, χαμογελαστή ημέρα!